- καμπτός
- -ή, -ὁ (Α καμπτός, -ή, -όν) [κάμπτω]αυτός που μπορεί να καμφθεί, εύκαμπτος, ευλύγιστοςαρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ καμπτόςα) καμπτήρας*β) πτέρυγα, πλευρό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμπτός — flexible masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτά — καμπτός flexible neut nom/voc/acc pl καμπτά̱ , καμπτός flexible fem nom/voc/acc dual καμπτά̱ , καμπτός flexible fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτῶν — καμπτός flexible fem gen pl καμπτός flexible masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτόν — καμπτός flexible masc acc sg καμπτός flexible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτοῖσι — καμπτός flexible masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτοῖσιν — καμπτός flexible masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτοί — καμπτός flexible masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτοῦ — καμπτός flexible masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτούς — καμπτός flexible masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτέων — καμπτός flexible masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)